ομοαξονικός

ομοαξονικός
-ή, -ό
1. αυτός που έχει τον ίδιο άξονα με άλλο σώμα («ομοαξονικοί κύλινδροι»)
2. (για έλικα) αυτός έχει συναρμοστεί σε συγκεντρικούς άξονες κινητήρων
3. φυσ. (για σύστημα φακών ή κατόπτρων) αυτός τού οποίου τα οπτικά κέντρα ή οι κορυφές, αντίστοιχα, κείνται πάνω σε ευθεία που ονομάζεται κύριος άξονας τού συστήματος
4. φρ. «ομοαξονικό καλώδιο»
τηλεπ. ηλεκτρική γραμμή υψηλής συχνότητας η οποία χρησιμοποιείται για τη μετάδοση τηλεφωνικών, τηλεγραφικών ή άλλων σημάτων και η οποία είναι κατασκευασμένη είτε από χάλκινο σωλήνα που περιέχει έναν χάλκινο μονωμένο αγωγό είτε από πλήθος αγωγών που είναι τοποθετημένοι μέσα σε έναν μεγαλύτερο αγωγό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ομοαξονικός — ή, ό αυτός που έχει τον ίδιο άξονα με άλλον: Ομοαξονικοί τροχοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”