- ομοαξονικός
- -ή, -ό1. αυτός που έχει τον ίδιο άξονα με άλλο σώμα («ομοαξονικοί κύλινδροι»)2. (για έλικα) αυτός έχει συναρμοστεί σε συγκεντρικούς άξονες κινητήρων3. φυσ. (για σύστημα φακών ή κατόπτρων) αυτός τού οποίου τα οπτικά κέντρα ή οι κορυφές, αντίστοιχα, κείνται πάνω σε ευθεία που ονομάζεται κύριος άξονας τού συστήματος4. φρ. «ομοαξονικό καλώδιο»τηλεπ. ηλεκτρική γραμμή υψηλής συχνότητας η οποία χρησιμοποιείται για τη μετάδοση τηλεφωνικών, τηλεγραφικών ή άλλων σημάτων και η οποία είναι κατασκευασμένη είτε από χάλκινο σωλήνα που περιέχει έναν χάλκινο μονωμένο αγωγό είτε από πλήθος αγωγών που είναι τοποθετημένοι μέσα σε έναν μεγαλύτερο αγωγό.
Dictionary of Greek. 2013.